- αναγώγιος
- ἀναγώγιος, -ον (ΑΜ) [ἀναγωγή]αυτός που μεταρσιώνει τη διάνοια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναγώγιος — raising the mind to heavenly things masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγώγιον — ἀναγώγιος raising the mind to heavenly things masc/fem acc sg ἀναγώγιος raising the mind to heavenly things neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… … Dictionary of Greek
ἀναγωγίων — ἀναγώγια offerings made on embarkation neut gen pl ἀναγώγιος raising the mind to heavenly things masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγώγια — offerings made on embarkation neut nom/voc/acc pl ἀναγώγιος raising the mind to heavenly things neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)